υαλοποιός

υαλοποιός
ο см. υαλουργός 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υαλοποιός" в других словарях:

  • υαλοποιός — ο, Ν υαλουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • υαλοποιός — ο υαλουργός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλοποιία — η, Ν [υαλοποιός] η υαλουργία …   Dictionary of Greek

  • υαλοποιείο — το, Ν [υαλοποιός] το υαλουργείο …   Dictionary of Greek

  • υαλουργός — ο / ὑαλουργός, ΝΑ, και ὑελουργός Α ο παρασκευαστής γυαλιού ή κατασκευαστής γυάλινων αντικειμένων, υαλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

  • υαλουργός — ο 1. ο κατασκευαστής γυαλιού, ο υαλοποιός. 2. τεχνίτης που επεξεργάζεται το γυαλί για δημιουργία γυάλινων ειδών, ο υαλοτέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»